-
1 отопленне
отоп||леннес ἡ θέρμανση:печио́е \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ σόμπα, ἡ θέρμανση μέ θερμάστρα· паровое \отопленнеление ἡ θέρμανση μέ ἀτμό, τό καλοριφέρ· центральное \отопленнеление ἡ κεντρική θέρμανση· дрова для \отопленнеления ξύλα γιά θέρμανση, τά καυσόξυλα. -
2 отопление
отопление с η θέρμανση* центральное (паровое) \отопление η κεντρική θέρμανση, το καλό' ριφέρ* * *сη θέρμανσηцентра́льное (парово́е) отопле́ние — η κεντρική θέρμανση, το καλόριφέρ
-
3 отопление
-я ουδ.θέρμανση•печное- θέρμανση με σόμπα•
паровое отопление θέρμανση με ατμό•
дровяное отопление θέρμανση με καυσόξυλα.
-
4 миксер
1. мет. о κάδος του χυτοσιδήρου (με θέρμανση) 2. с.-х. ο μεικτής 3. пищ. ο αναμεικτήραςο μεικτήςразг. το μίξερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > миксер
-
5 теплоснабжение
ο εφοδιασμός με θέρμανση ή με ζεστό νερόцентрализованное - η κεντρική θέρμανση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > теплоснабжение
-
6 теплофикация
-и θ.θέρμανση•теплофикация жилых домов θέρμανση των κατοικιών.
-
7 теплофицировать
-
8 теплушка
-и θ.φορτηγό βαγόνι με θέρμανση (προσαρμοσμένο για μεταφορά ανθρώπων). || χώρος ζεστός,με θέρμανση. -
9 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
10 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
11 керосин
η κηροζίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > керосин
-
12 котёл
тех. о λέβητ/ας, ο λέβης, разг. το καζάνιогнетрубный - см. жаротрубный -паровой - ατμού, ο ατμολέβηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > котёл
-
13 нагрев
η θέρμανση *- шины - του επίσωτρουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрев
-
14 нагревание
η θέρμανση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагревание
-
15 нагревостойкость
η αντοχή στη θέρμανση/θερμότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагревостойкость
-
16 недогрев
η ελλιπής θέρμανση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недогрев
-
17 обогрев
η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обогрев
-
18 отбор
1. (сортировка) η επιλογή, η διαλογή 2. (извлечение) η λήψη 3. тех. η λήψη, η αφαίρεση 4. с.-х. η επιλογήестественный - биол. φυσική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отбор
-
19 отопление
η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отопление
-
20 пайка
1. (способ соединения металлов) η συγκόλληση 2. (собирательное название паяных соединений) οι (συγκε)κολλημένες ενώσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пайка
См. также в других словарях:
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
θέρμανση — η ζέσταμα, τρόπος με τον οποίο πραγματοποιούμε το ανέβασμα της θερμοκρασίας: Σύγχρονα μέσα θέρμανσης. – Κεντρική θέρμανση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
αποστείρωση — Διαδικασία που απαλλάσσει ένα άτομο ή ένα αντικείμενο από όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Η α. χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία, την ιατρική, τη φαρμακευτική και στις βιομηχανίες τροφίμων για την καταστροφή των μικροοργανισμών. Με την α … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek